τιμά

τιμά
τῑμά (-ά, -ᾶς, -ᾷ, -άν, -αί, -ᾶν, -αῖςιν), -άς.)
1 honour given or shown to gods or men, cf. Fränkel, D & P, 555.

Χάρις ἐπιφέροισα τιμὰν O. 1.31

ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν αἰτέων λαοτρόφον τιμάν τιν ἑᾷ κεφαλᾷ O. 6.60

ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12.15

Πυθοῖ τ' ἔχει σταδίου τιμὰν διαύλου θ O. 13.37

αἰέναον σέβοντι πατρὸς Ὀλυμ-

πίοιο τιμάν O. 14.12

ἁνίχ' εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν, οἵαν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει P. 1.48

εἰ δέ τις ἤδη κτεάτεσσί τε καὶ περὶ τιμᾷ λέγει P. 2.59

θεόπομποί σφισιν τιμαὶ φύτευθεν P. 4.69

τάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν λαγέτᾳ Αἰόλῳ καὶ παισὶ τιμάν P. 4.108

οὐ πρέπει νῷν μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασθαιP. 4.148

τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν P. 4.278

μάλιστα μὲν Κρονίδαν θεῶν σέβεσθαι· ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον P. 6.26

Πυθιόνικον τιμὰν Ἀριστομένει δέκευ P. 8.5

τιμὰ δὲ γίνεται ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων N. 7.31

ἐπασκήσω κλυταῖς ἥρωα τιμαῖς N. 9.10

ἕπεται (ἐπέβα coni. Wil.)

δέ, Θεαῖε, ματρώων πολύγνωτον γένος ὑμετέρων εὐάγων τιμὰ N. 10.38

οἴχεται τιμὰ φίλων τατωμένῳ φωτί” (v. Latte, Hermes, 1931, 38) N. 10.78 γαρύσομαι τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν ἀγακλέα τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν (“en rendant homage a ce vaillant,” Puech) I. 1.34

εἴη μιν ἔρνεσι φράξαι χεῖρα, τιμὰν ἑπταπύλοις Θήβαισι τεύχοντ I. 1.66

ἵν' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν I. 2.29

εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34

καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι διὰ τεάν, ὤνασσα (sc. Θεία), τιμὰν ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι θαυμασταὶ πέλονται “kraft deiner Würde,” Fränkel I. 5.6 ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι (τοιᾷδε τιμᾷ Σ̆{γρ˙}) I. 5.54

τιμὰ δ' ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται I. 7.26

τὰν Διωνύσου πολυγαθέα τιμὰν ὑμνήσομεν; the honour done to Dionysos, which gives joy to many fr. 29. 5.

ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων τεοῖσιν ἐμαῖς τε τιμαῖς Pae. 6.11

ἀμφιπόλοις δὲ [μ]υρ[ιᾶν] περὶ τιμᾶν δηριαζόμενον κτάνεν Pae. 6.118

τιμαὶ δὲ βροτοῖσι κεκριμέναι Παρθ. 1. . τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει μόνον fr. 121. 3. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι honours won by horses fr. 221. 2. and so, favour, “σὺν τιμᾷ θεῶνP. 4.51

θεῶν τιμαῖς P. 4.260


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τιμᾶ — τῑμᾶ , τιμάω honour pres subj act 1st sg (doric aeolic) τῑμᾶ , τιμάω honour pres ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμᾷ — τῑμᾷ , τιμάω honour pres subj mp 2nd sg τῑμᾷ , τιμάω honour pres ind mp 2nd sg (epic) τῑμᾷ , τιμάω honour pres subj act 3rd sg τῑμᾷ , τιμάω honour pres ind act 3rd sg (epic) τῑμᾷ , τιμή worship fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμά — τῑμά̱ , τιμή worship fem nom/voc/acc dual τῑμά̱ , τιμή worship fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίμα — τί̱μᾱ , τιμάω honour pres imperat act 2nd sg τί̱μᾱ , τιμάω honour imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμώ — (I) έω, Α (δωρ. τ.) βλ. τιμώ. (II) όω, Α τιμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τῖμος*, ποιητ. τ. (πρβλ. ἀτιμῶ, όω)]. τιμῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιμῶ, έω, Α [τιμή] 1. απονέμω τιμή σε κάποιον, εκδηλώνω σεβασμό και εκτίμηση (α. «τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν… …   Dictionary of Greek

  • ατίετος — ἀτίετος, ον (Α) 1. παθ. αυτός που δεν τον τιμά κανείς, περιφρονημένος 2. εκείνος που δεν τιμά, που περιφρονεί κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τίω «απονέμω σε κάποιον τιμή». Ο τ. σχηματίστηκε ανωμάλως κατ αντιδιαστολή προς το άτιτος*] …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Αλκιβιάδης — I (Αθήνα 452 – Γρύνιο Φρυγίας 402 π.Χ.).Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός. Δισέγγονος του Κλεισθένη, ανιψιός του Περικλή (ο οποίος μάλιστα τον κηδεμόνευε αρκετά χρόνια, γιατί o πατέρας του Κλεινίας είχε σκοτωθεί στη μάχη της Κορώνειας το 447 π.Χ.) …   Dictionary of Greek

  • Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… …   Dictionary of Greek

  • Καιλεστίνος — (Celestine).Όνομα πέντε παπών και ενός αντίπαπα της Ρώμης. 1. Κ. A’ (; – 432). Πάπας της Ρώμης (422 432). Καταγόταν από τη Νάπολη και διαδέχθηκε τον Βονιφάτιο A’. Στα χρόνια της παπικής εξουσίας του προσαρτήθηκαν στη Δυτ. Καθολική Εκκλησία οι… …   Dictionary of Greek

  • Crasis — Sound change and alternation Metathesis Quantitative metathesis …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”